μπλονζόν

μπλονζόν
το
βλ. πλονζόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλονζόν — και μπλονζόν, το, Ν 1. βουτιά, μακροβούτι 2. (στο ποδόσφαιρο) εκτίναξη τού τερματοφύλακα και πτώση του στο έδαφος, για να πιάσει ή να αποκρούσει την μπάλα που έρχεται με ταχύτητα προς το τέρμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plongeon «κολυμβητικό πτηνό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”